Κεντρική Ακουστική Επεξεργασία

Οι περισσότεροι από τους χιλιάδες απλούς τόνους που υφίστανται επεξεργασία στο αυτί του ανθρώπου γίνονται αντιληπτοί με ένα μηχανισμό γνωστό ως μετάδοση μέσω της αέρινης οδού.

Τα ηχητικά κύματα οδηγούνται πρώτα μέσω του έξω ωτός – του πτερυγίου και του έξω ακουστικού πόρου – στο μέσο ους – τον τυμπανικό υμένα που δονείται με διαφορετικές ταχύτητες. Η σφύρα, που συνδέεται με τον τυμπανικό υμένα, διαβιβάζει τις δονήσεις στον άκμονα. Οι δονήσεις στη συνέχεια περνούν στον αναβολέα και στην ωοειδή θυρίδα, που τις μεταφέρει στο έσω ους. Στο έσω ους ο γεμάτος υγρό ελικοειδής πόρος του κοχλία περιέχει κύτταρα με μικροσκοπικές τριχοειδείς προσεκβολές οι οποίες απαντούν στις δονήσεις που παράγονται από τον ήχο. Αυτά τα τριχωτά κύτταρα διεγείρουν τις 28000 ίνες του κοχλιακού νεύρου που καταλήγουν στη γέφυρα του εγκεφάλου. Η ακουστική πληροφορία φθάνει μέσω του θαλάμου στις κροταφικές έλικες, την περιοχή του φλοιού των εγκεφαλικών ημισφαιρίων που ενέχεται στην πρόσληψη και την αντίληψη του ήχου. Με σκοπό να γίνει κατανοητή αυτή η διαδικασία πρέπει να αναλύσουμε και να περιγράψουμε το κεντρικό ακουστικό σύστημα.

Η κεντρική ανιούσα ακουστική οδός αρχίζει από τους κοχλιακούς πυρήνες. Οι νευρώνες των κυττάρων του κοιλιακού κοχλιακού πυρήνα σχηματίζουν την κύρια νευρική οδό, που ονομάζεται τραπεζοειδές σώμα. Οι ίνες του τραπεζοειδούς σώματος χιάζονται και δημιουργούν παράπλευρους κλάδους στον πυρήνα. Μετά τον χιασμό τους, οι ίνες είτε απολήγουν στην άνω ελαία είτε φθάνουν στο οπίσθιο διδύμιο μέσω του έξω λημνίσκου. Κατά την πορεία τους δίνουν παράπλευρους κλάδους στην άνω ελαία και στον πυρήνα του έξω λημνίσκου. Οι νευρικές ίνες που αρχίζουν από το ραχιαίο κοχλιακό πυρήνα διαιρούνται σε δύο δέσμες. Η μεγαλύτερη από τις δύο ονομάζεται δέσμη του Monakow ή ακουστική ταινία. Η άλλη δέσμη ονομάζεται δεμάτιο του  Held. Η πλειονότητα των νευρώνων απολήγει στο οπίσθιο διδύμιο. Από εκεί οι νευρίτες φέρονται στο έσω γονατώδες σώμα και απαρτίζουν την υποφλοιώδη μοίρα του κοχλιακού νεύρου, την ακουστική ακτινοβολία που απολήγει στον ακουστικό φλοιό. Εκτός από τις ίνες που αποτελούν το τραπεζοειδές σώμα, το δεμάτιο του Monakow και το δεμάτιο του Held, υπάρχουν και άλλες νευρικές οδοί που διασχίζουν την μέση γραμμή. Η μία είναι η σύνδεση του Probst, που συνδέει το ραχιαίο πυρήνα του έξω λημνίσκου με το οπίσθιο διδύμιο της αντίθετης πλευράς και η άλλη είναι η σύνδεση του οπίσθιου διδύμιου, μέσω του οποίου φέρονται και άγονται ερεθίσματα μεταξύ των οπίσθιων διδυμιών. Η σύνδεση του Probst αρχίζει από τον ακουστικό πυρήνα του έξω λημνίσκου και πορεύεται προς την παρεγκεφαλίδα, όπου πιστεύεται πως γίνεται συναρμονισμός με νευρικές ώσεις που προέρχονται από κέντρα άλλων αισθήσεων. Πολλές από τις νευρικές ίνες της κεντρομόλου ακουστικής οδού χορηγούν παράλληλους κλάδους στο σχηματισμό του συντονιστικού κέντρου για την επιλεκτική προσοχή που δίνεται όταν συμβαίνουν άλλα αισθητηριακά ή γνωσιακά γεγονότα. Επικεντρώνουμε π.χ. την προσοχή μας και σε κάτι που ακούμε και βλέπουμε συγχρόνος. Ο ακουστικός φλοιός βρίσκεται στην άνω κροταφική έλικα και αποτελείται από τον αρχέγονο ακουστικό φλοιό, την περιοχή Α-1 και τον δευτερογενή ή συνειρμικό φλοιό, περιοχή Α-2 [κατά Brodmann περιοχές 41,42 και 22,52 αντίστοιχα].

Με τον όρο κεντρική ακουστική δυσλειτουργία εννοούμε την επεξεργασία των ακουστικών πληροφοριών που γίνεται στο εγκεφαλικό στέλεχος, στα υψηλότερα ακουστικά κέντρα και στον ακουστικό φλοιό. Η κεντρική ακουστική δυσλειτουργία μπορεί να θεωρηθεί ως ανικανότητα επεξεργασίας ακουστικών ερεθισμάτων ώστε να εξαχθούν πληροφορίες από αυτά όταν η περιφερειακή λειτουργία είναι φυσιολογική. Πολλά άτομα με ακοή εντός των φυσιολογικών ορίων έχουν δυσκολία στην ακρόαση κάτω από συνθήκες δυσμενούς ακουστικού περιβάλλοντος (π.χ. όταν πολλά άτομα μιλούν συγχρόνως) ή ακόμα και σε ήσυχο περιβάλλον.

Βλάβη της ακουστικής επεξεργασίας στα παιδιά σημαίνει ανικανότητα ή μειωμένη ικανότητα να προσέχει, να διακρίνει, να θυμάται ή να αφομοιώνει ακουστικές πληροφορίες ακόμα και όταν το παιδί έχει διανοητικό πηλίκο και ακοή φυσιολογικά. Παιδιά με βλάβη της ακουστικής επεξεργασίας πολλές φορές παρανοούν ό,τι λέγεται και καμιά φορά δίνουν ασταθείς απαντήσεις σε ακουστικά ερεθίσματα και συχνά ζητούν να επαναληφθεί ό,τι τους έχει λεχθεί. Η προσοχή προς ακουστικά ερεθίσματα στα παιδιά αυτά είναι μειωμένη, έχουν δυσκολία στην ακρόαση σε θορυβώδες περιβάλλον και εύκολα αφαιρούνται. Επίσης δύσκολα διακρίνουν τους διάφορους ήχους ομιλίας, έχουν δυσκολία της ακουστικής μνήμης και συχνά η γλώσσα και η ομιλία τους είναι περιορισμένη.

Από τα αποτελέσματα των εξετάσεων μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα, αν μια διαταραχή στην εκμάθηση της γλώσσας έχει νευρολογική βάση ή όχι. Σε μερικές περιπτώσεις  τα αποτελέσματα παρέχουν πληροφορίες για την ύπαρξη βλάβης στο ακουστικό σύστημα. Συνηθέστερα οι εξετάσεις αυτές στα παιδιά χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό ακουστικών ικανοτήτων όπως της ικανότητας επεξεργασίας της ομιλίας κάτω από δυσμενείς συνθήκες ακρόασης, ικανότητας διάκρισης ομιλίας, παρακολούθησης συνομιλίας κ.λ.π.

Με τις διάφορες εξετάσεις της συμβατικής ακοομετρίας δεν είναι δυνατό να καθορισθούν βλάβες του κεντρικού ακουστικού συστήματος και ιδιαίτερα αυτές που εντοπίζονται πάνω από το εγκεφαλικό στέλεχος. Όσο πιο κεντρικά εντοπίζεται μια βλάβη, τόσο πιο λίγες είναι οι εκδηλώσεις τους όσον αφορά στην ακοή.

Η χρησιμοποίηση καθαρών τόνων δεν αποκαλύπτει κεντρικές βλάβες γιατί οι τόνοι δεν απαιτούν ειδική επεξεργασία, όπως η ολοκλήρωση ή η σύνθεση για να γίνουν αντιληπτοί από τον εξεταζόμενο. Απαιτούν μόνο αναγνώριση που γίνεται στα κατώτερα ακουστικά κέντρα και δεν έχει σχέση με συμβολισμό. Το ίδιο ισχύει και όταν χρησιμοποιείται ως ερέθισμα θόρυβος. Έχει αποδειχθεί ότι άτομα με βλάβη του κροταφικού λοβού είναι σε θέση να διαβιβάζουν και να επεξεργάζονται σήματα απλών τόνων καθώς και τις λέξεις που χρησιμοποιούνται στη συνήθη ομιλητική ακοομετρία. Όταν όμως οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται με διαφορετικό από τον συνήθη τρόπο, η λειτουργία επεξεργασίας των λέξεων διαταράσσεται.

Η αντίληψη ενός προφορικού μηνύματος είναι μια διαδικασία περισσότερο συνθετική παρά αναλυτική και δεδομένου ότι η ομιλία έχει περίσσεια ακουστικών στοιχείων, παρέχει περισσότερες πληροφορίες, απ’ όσες στην πραγματικότητα χρειάζεται ένα άτομο για να απαντήσει σωστά. Ένα άτομο με βλάβη στον κροταφικό λοβό χρησιμοποιεί την περίσσεια των πληροφοριών που υπάρχει φυσιολογικά για ν’ αντισταθμίσει το παθολογικό έλλειμμα. Το άτομο αυτό βασίζεται ικανότητα του να οργανώνει, να ολοκληρώνει και να αναλύει σε συμβολικά υποδείγματα τους πολύπλοκους και τους σύνθετους ήχους που φθάνουν στο φλοιό. Όταν όμως η περίσσεια των ακουστικών στοιχείων του μηνύματος μειώνεται σε σημείο που να μην μπορεί να αντισταθμίζεται επαρκώς, τότε το άτομο έχει μεγάλη δυσκολία στην εκτέλεση της δοκιμασίας.

Με βάση τα δεδομένα αυτά έχουν επινοηθεί δοκιμασίες που χρησιμοποιούν τροποποιημένα προφορικά ερεθίσματα που η κατανόηση τους και επομένως και η απόκριση από τον εξεταζόμενο, απαιτεί ειδική επεξεργασία του ερεθίσματος σε ανώτερα ακουστικά κέντρα.

Με την βελτίωση των διαγνωστικών ακτινολογικών εξετάσεων περιορίσθηκε η ανάγκη χρησιμοποίησης ως διαγνωστικού μέσου των κεντρικών ακοολογικών εξετάσεων για τον καθορισμό βλαβών στο κεντρικό ακουστικό σύστημα. Ακόμα όμως με τις σύγχρονες ακτινολογικές εξετάσεις δεν είναι δυνατό να εντοπισθούν λειτουργικές περιοχές του εγκεφάλου και οι ακοολογικές δοκιμασίες μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στις περιπτώσεις αυτές.

Η κάθε εξέταση αρχίζει με την εκτέλεση ακοομετρίας καθαρών τόνων και ομιλητικής για την εκτίμηση του ουδού ακοής και αντίληψης ομιλίας. Επίσης εκτελείται η ακοομετρία ακουστικής αντίστασης για τον αποκλεισμό βλάβης στο μέσο αυτί. Οι συνηθέστερα χρησιμοποιούμενες για την αποκάλυψη κεντρικών ακουστικών βλαβών είναι οι πιο κάτω αναφερόμενες.

 

1. Δοκιμασία φιλτραρισμένης ή παραμορφωμένης ομιλίας

Το υλικό ομιλίας -λέξεις ή προτάσεις- που χρησιμοποιείται στη δοκιμασία αυτή, διέρχεται μέσω φίλτρου χαμηλής διέλευσης, το οποίο περιορίζει εκείνες τις συχνότητες που εμπίπτουν πάνω από τη συχνότητα αποκοπής του φίλτρου.

2. Δοκιμασία αμφίπλευρης μείξης

Κατά τη δοκιμασία αυτή χορηγούνται λέξεις συγχρόνως και στα δύο αυτιά μέσω φίλτρων κατά τέτοιο τρόπο ώστε το ένα αυτί να δέχεται τις λέξεις μέσω φίλτρου χαμηλής διόδου συχνοτήτων και το άλλο αυτί την ίδια λέξη μέσω φίλτρου υψηλής διόδου. Δηλαδή το ένα αυτί δέχεται τα στοιχεία της λέξης που έχουν χαμηλές συχνότητες και το άλλο αυτί τα στοιχεία που έχουν υψηλές συχνότητες.

3. Δοκιμασία διακοπτόμενης ομιλίας

Στη δοκιμασία αυτή χορηγούνται περιοδικά εναλλασσόμενα ομιλητικά ερεθίσματα μεταξύ των δύο αυτιών ώστε το κάθε αυτί να δέχεται ίσο τμήμα του ερεθίσματος. Η εναλλαγή γίνεται 2 ή 4 φορές ανά δευτερόλεπτο.

4. Δοκιμασία ομιλίας με εναλλασσόμενο δείκτη κάλυψης

Κατά τη δοκιμασία αυτή χορηγούνται λέξεις ταυτόχρονα και στα δύο αυτιά. Συγχρόνως θόρυβος κάλυψης με ένταση κατά 20dB μεγαλύτερη από εκείνη που χορηγούνται οι λέξεις, εναλλάσσεται μεταξύ των δύο αυτιών με ρυθμό μιας εναλλαγής ανά δευτερόλεπτο.

5. Δοκιμασίες συναγωνιζόμενων μηνυμάτων

Υπάρχουν δύο τεχνικές που στηρίζονται στην ίδια αρχή. Κατά τη μια τεχνική ο εξεταζόμενος από το ένα αυτί ακούει τις τυπικές λέξεις της ομιλητικής ακοομετρίας σε άνετη στάθμη ακρόασης, ενώ από το άλλο ακούει προτάσεις σ’ ελαφρά μεγαλύτερη στάθμη έντασης. Από τον ασθενή ζητείται να προσέχει και ν’ αποκρίνεται στο αυτί που ακούει τις λέξεις της ομιλητικής ακοομετρίας και ν’ αγνοεί τις προτάσεις που ακούει ταυτόχρονα από το άλλο του αυτί.

Κατά τη δεύτερη τεχνική ζητείται από τον ασθενή ν’ απαντά σε απλές ερωτήσεις που τις ακούει από το ένα αυτί, ενώ συγχρόνως από το άλλο αυτί ακούει συνομιλία δύο ατόμων που είναι άσχετη με τις ερωτήσεις.